Παιδιά και κατάθλιψη

Πριν από τρεις δεκαετίες, η κατάθλιψη θεωρείτο ως κατά κύριο λόγο η διαταραχή των ενηλίκων. Τότε τα παιδιά θεωρούνταν αναπτυξιακά ανώριμα για να μπορούν να βιώνουν καταθλιπτικές διαταραχές. Όταν κάποιος έφηβος λοιπόν, έδειχνε χαμηλά επίπεδα διάθεσης θεωρείτο μέρος φυσιολογικών εφηβικών διακυμάνσεων και όχι καταθλιπτική διαταραχή.

Κατά την διάρκεια των χρόνων αναπτυξιακές μελέτες είχαν ιδιαίτερη σημασία αφού άρχισαν με τα καινούργια δεδομένα να τροποποιούν αυτή την θεώρηση. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας οριοθετεί την έννοια της καταθλιπτικής διαταραχής και ανάλογα με τα συμπτώματα που παρουσιάζει, ονομάζει καταθλιπτική διαταραχή με τα ακόλουθα συμπτώματα:

  • χαρακτηρίζεται από θλίψη,
  • έλλειψη ενδιαφέροντος και ευχαρίστησης,
  • συναισθήματα ενοχής ή χαμηλής αυτοεκτίμησης,
  • διαταραγμένο ύπνο ή όρεξη,
  • αισθήματα κόπωσης και μειωμένη συγκέντρωση.

Η καταθλιπτική διαταραχή ακόμη, μπορεί να είναι χρόνια ή επαναλαμβανόμενη και έχει αρνητικές επιπτώσεις

  • στην εργασία,
  • στο σχολείο και

στην καθημερινή ζωή του ατόμου. Στην πιο έντονή της μορφή μπορεί να οδηγήσει και σε αυτοκτονία (WHO, 2017).

Υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπείες για τη μέτρια και σοβαρή κατάθλιψη, κι αυτές είναι  η ψυχοθεραπεία, καθώς και σε κάποιες περιπτώσεις κρίνεται αναγκαία η φαρμακευτική θεραπεία. Στην περίπτωση της ήπιας κατάθλιψης, αλλά και της κατάθλιψης στα παιδιά και στους εφήβους, οι ψυχοκοινωνικές θεραπείες μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικές (WHO, 2018).

Η κατάθλιψη στην εφηβεία έχει κοινά χαρακτηριστικά αλλά και διαφορές από εκείνη των παιδιών ή των ενηλίκων. Τα σύγχρονα ψυχιατρικά ταξινομητικά συστήματα DSM- IV και ICD- 10 την τοποθετούν πλησιέστερα στην κλινική εικόνα των ενηλίκων τονίζοντας κάποιες διαφορές. Η βασική διαφορά είναι ότι ο έφηβος μπορεί να παρουσιάζει ευερεθιστότητα αντί του καταθλιπτικού συναισθήματος (Λαζαράτου & Αναγνωστόπουλος, 2001).

Επιπλέον ο έφηβος μπορεί να:

  • γκρινιάζει συνεχώς, να του φταίνε όλα, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα στις διαπροσωπικές του σχέσεις, στην οικογένεια αλλά και στο χώρο του σχολείου.
  • περιορίζει τις δραστηριότητες που συνήθως του προσφέρουν ευχαρίστηση και τις δραστηριότητες που απαιτούν σημαντική ενέργεια.
  • παραπονείται για κούραση, αλλά κυρίως δείχνει μια αδιαφορία και βαρεμάρα που αποτελεί έκφραση της ψυχοκινητικής του επιβράδυνσης.
  • παρουσιάζει σωματικά ενοχλήματα (πονοκέφαλοι, κοιλιακοί πόνοι) τα οποία αντικαθιστούν συχνά τα υποκειμενικά παράπονα που εκφράζουν μιζέρια, δυστυχία και θλίψη.
  • έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση που οδηγεί σε κρίσεις και σχόλια για τον εαυτό του.
  • παρουσιάζει απότομη και σημαντική μείωση των σχολικών επιδόσεων.
  • εμφανίζει σχολική φοβία. Φαίνεται απρόθυμος να πάει σχολείο, προβάλλει ποικίλες δικαιολογίες και παράπονα και τελικά το πρόβλημα κλιμακώνεται σε μια κατηγορηματική άρνηση.
  • εμφανίζει διαταραχές της διαγωγής που εκφράζεται με φυσική επιθετικότητα, ψευδολογίες, κλοπές, εμπρησμούς, βανδαλισμούς και χρήση τοξικών ουσιών.

Η κατάθλιψη στους εφήβους μπορεί να αποτελέσει ένα προμήνυμα για ψυχική διαταραχή κατά την ενήλικη ζωή, όπως διαταραχές άγχους, διαταραχές που έχουν σχέση με τη χρήση ουσιών, διπολική διαταραχή καθώς και αυτοκτονικές τάσεις, ανεργία και άλλες σωματικές παθήσεις. Οπότε ένα καταθλιπτικό επεισόδιο κατά την εφηβεία μπορεί να υποκρύπτει μια χρόνια ή υποτροπιάζουσα διαταραχή και να προμηνύει ένα μεγάλο αριθμό ψυχικών ασθενειών και κακής υγείας. (Thapar et al., 2012). Πηγή από άρθρο (Αγγελική, Γ, Αρβανίτη.)

Η έγκαιρη παρέμβαση από την οικογένεια αλλά και από το σχολείο θα είναι ικανή να προλάβει τυχόν δυσάρεστες εξελίξεις στα παιδιά.